Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ποδῶν δ' ὑπένερϑε

См. также в других словарях:

  • υπένερθε(ν) — Α επίρρ. 1. από κάτω («ποδῶν ὑπένερθε», Ομ. Ιλ.) 2. κάτω από την γη, στον Κάτω Κόσμο, στον Άδη 3. φρ. «οἱ ὑπένερθε» αυτοί που βρίσκονται στον Κάτω Κόσμο, σε αντιδιαστολή προς τους ουράνιους (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἔνερθεν «από κάτω»] …   Dictionary of Greek

  • κονία — η (ΑM κονία, Α επικ. τ. κονίη) [κόνις] αλισίβα, σταχτόνερο νεοελλ. 1. η συνδετική ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τών κονιαμάτων 2. το επίχρισμα των τοίχων, αμμοκονία, σοβάς μσν. αρχ. τέφρα, στάχτη αρχ. 1. σκόνη, κονιορτός («ποδῶν δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»